💾 Archived View for magaz.hellug.gr › 33 › 05_rce2 › index.gmi captured on 2024-02-05 at 09:26:37. Gemini links have been rewritten to link to archived content

View Raw

More Information

-=-=-=-=-=-=-

Reverse Engineering σε περιβάλλον Linux, Μέρος 1

Φραντζής Αλέξανδρος (aka Alf) alf82 at freemail dot gr
Ιουν 2003

1. Εισαγωγή

2. Χρήση του GDB για assembly debugging

3. Άλλα χρήσιμα εργαλεία

4. Υλοποίηση των breakpoints

5. Χρήσιμες έως πολύ χρήσιμες πληροφορίες

6. Hands-on Παράδειγμα

7. Πρόκληση

[1. Εισαγωγή]

Το πρώτο μέρος του άρθρου (2-3) έχει βασικό σκοπό την παρουσίαση των πιο κοινών εργαλείων που υπάρχουν στο linux και που μπορούν να ενισχύσουν την προσπάθεια κατανόησης της λειτουργίας ενός εκτελέσιμου. Βέβαια, αυτά τα εργαλεία δεν είναι τα μόνα που υπάρχουν και μια αναζήτηση στο διαδίκτυο θα εμφανίσει πολλούς θησαυρούς. Το πρόβλημα με τα περισσότερα από τα προγράμματα που ίσως βρείτε, είναι ότι πρόκειται περί "diamonds in the rough". Θα σας ταλαιπωρήσουν μέχρι να τα στήσετε σωστά και μετά ποιος ξέρει τι άλλα προβλήματα θα εμφανιστούν.

Στο δεύτερο μέρος (4-6) θα ασχοληθούμε με πιο γενικές πληροφορίες σε σχέση με το RCE. Προσοχή: δεν πρόκειται για περιττές πληροφορίες αλλά για βασικές γνώσεις, χωρίς τις οποίες θα δυσκολευτείτε να κατανοήσετε τι πραγματικά συμβαίνει.

Για την καλύτερη κατανόηση του άρθρου είναι επιθυμητή μια στοιχειώδης, το λιγότερο, γνώση της γλώσσας assembly. Θα προσπαθήσω να εξηγώ όπου χρειάζεται, όμως σίγουρα δεν πρόκειται να μετατρέψω το κείμενο σε assembly tutorial. Πολλοί ίσως να θεωρούν την assembly παρωχημένη γλώσσα άλλα να είστε σίγουροι πως RCE χωρίς assembly δε νοείται. Μια αναζήτηση για "x86 assembly tutorial" στο google θα σας δώσει πληροφορίες που θα σας απασχολήσουν για πολύ καιρό.

Τέλος όπως κάθε φορά υπάρχει η πρόκληση του μήνα. Στόχος είναι να σας επιτρέψει να εξασκήσετε τις ικανότητές σας, να γνωρίσετε τα όρια σας και να χαρείτε από πρώτο χέρι τη διαδικασία του RCE!

Επίσης οτιδήποτε σχόλιο δεκτό: θεωρείτε τις προκλήσεις πολύ εύκολες/δύσκολες, θα θέλατε να καλυφθεί κάποιο θέμα ή να καλυφθεί εκτενέστερα;

Στο επόμενο τεύχος θα συνεχίσουμε με τη δομή των ELF, το objdump, το /proc filesystem, περισσότερα hands-on παραδείγματα και ποιος ξέρει τι άλλο :)

Καλό RCE και κυρίως καλό καλοκαίρι!

[2. Χρήση του GDB για assembly debugging]

Στο μέρος αυτό θα εξετάσουμε τις δυνατότητες του GDB για assembly debugging. Το case-study πρόγραμμα θα είναι το ίδιο με την προηγούμενη φορά:

#include <stdio.h>

int main(int argc, char **argv)
{
        int num;

        if (argc<2) {
                printf("Usage: %s <number>\n",argv[0]);
                exit(1);
        }

        num=alf(argv[1]);

        if (num>10) 
                printf("Ok!\n");
        else 
                printf("Failed!\n");
}

int alf(char *s)
{
        return atoi(s);
}


Κάντε compile με : gcc [-g] -o rce1 rce1.c

Αυτή τη φορά η παράμετρος "-g" δεν είναι απαραίτητη αλλά και να την χρησιμοποιήσουμε δε μας ενοχλεί. Το φόρτωμα του προγράμματος στον GDB γίνεται ως συνήθως:

bash$ gdb rce1
(gdb)

Αν δοκιμάσουμε να δούμε τον πηγαίο κώδικα του προγράμματος χωρίς να έχουμε κάνει compile με -g:

(gdb) list
1       init.c: No such file or directory.
in init.c
(gdb)

O GBD δε βρίσκει το αρχείο "init.c". Ε, και τι έγινε θα πείτε; Το δικό μας αρχείο είναι το "rce1.c"! Το πρόβλημα είναι ότι το εκτελέσιμο δεν περιλαμβάνει καμία πληροφορία για το ποιο είναι το πηγαίο αρχείο του και ο GDB υποθέτει το όνομα "init.c". To "init.c" είναι το αρχείο πηγαίου κώδικα που αντιστοιχεί στην αρχικοποίηση της libc. Αν δημιουργήσουμε ένα αρχείο με το όνομα "init.c", τότε η list θα μας δείξει το περιεχόμενο του αρχείου αυτού. Αλλά και πάλι δεν μπορούμε να κάνουμε δουλειά, διότι ο debugger δεν γνωρίζει ποιες εντολές assembly αντιστοιχούν σε ποιες γραμμές C κώδικα. Αν πχ έχουμε αντιγράψει το "rce1.c" σε "init.c":

bash$ cp rce1.c init.c
bash$ gdb -q rce1
(gdb) break main
Breakpoint 1 at 0x8048392
(gdb) r
Starting program: /home/alf/projects/magaz/issue1/rce1
Breakpoint 1, 0x08048392 in main ()
(gdb) n
Single stepping until exit from function main,which has no line number
information.
Usage: /home/alf/projects/magaz/issue1/rce1 <number>

Program exited with code 01.
(gdb)

Όταν πήγαμε να προχωρήσουμε μία γραμμή πηγαίου κώδικα με την n, ο GDB παραπονέθηκε πως δεν έχει τις απαραίτητες πληροφορίες και αποφάσισε να προχωρήσει μέχρι το τέλος της main(). Για πλάκα μπορούμε να συγχύσουμε τον GDB (και τους εαυτούς μας) αν κάνουμε compile με το -g flag και μετά αντικαταστήσουμε το source αρχείο μας με ένα άσχετο :)

Αφού λοιπόν δεν έχουμε τον πηγαίο κώδικα αυτό ήταν... ας πάμε να παίξουμε τάβλι καλύτερα. Αλλά μια φωνή μέσα μας (τουλάχιστον μέσα σε εμένα!) αρνείται να παραδώσει τα όπλα. The gate is now open, welcome to the world of RCE!

[2.1 Εξετάζοντας τον κώδικα assembly και άλλα παρεμφερή]

Αφού λοιπόν δεν αποθαρυνθήκαμε, ας εξετάσουμε το assembly listing της main. Αυτό γίνεται (κυρίως) με την εντολή disassemble <διεύθυνση> [<τελική διεύθυνση>]. Αν ορίσουμε μόνο μια παράμετρο, τότε εμφανίζεται ο κώδικας όλης της συνάρτησης στην οποία ανήκει η διεύθυνση. Το πρόβλημα είναι πως αν ο GDB δε γνωρίζει σε ποια συνάρτηση ανήκει η διεύθυνση (πχ όταν δεν υπάρχουν σύμβολα στο εκτελέσιμο), είτε θα παραπονεθεί και δε θα τυπώσει τίποτα είτε θα συγχυστεί με προηγούμενα σύμβολα και θα μας εκτυπώσει κατεβατά ολόκληρα. Για παράδειγμα:

(gdb) disas main
Dump of assembler code for function main:
0x804838c <main>:       push   %ebp
0x804838d <main+1>:     mov    %esp,%ebp
0x804838f <main+3>:     sub    $0x8,%esp
0x8048392 <main+6>:     and    $0xfffffff0,%esp
0x8048395 <main+9>:     mov    $0x0,%eax
0x804839a <main+14>:    sub    %eax,%esp
0x804839c <main+16>:    cmpl   $0x1,0x8(%ebp)
0x80483a0 <main+20>:    jg     0x80483c1 <main+53>
0x80483a2 <main+22>:    sub    $0x8,%esp
0x80483a5 <main+25>:    mov    0xc(%ebp),%eax
0x80483a8 <main+28>:    pushl  (%eax)
0x80483aa <main+30>:    push   $0x8048464
0x80483af <main+35>:    call   0x80482ac <printf>
0x80483b4 <main+40>:    add    $0x10,%esp
0x80483b7 <main+43>:    sub    $0xc,%esp
0x80483ba <main+46>:    push   $0x1

Οι εντολές:

(gdb) disas main+44
(gdb) disas 0x80483f7

και γενικά όσες διευθύνσεις περιέχονται στη main θα έχουν ως αποτέλεσμα να εκτυπωθεί όλη η main (ακριβώς όπως παραπάνω). Προσοχή πως το "main" είναι απλώς ένα σύμβολο που αντιστοιχεί σε κάποια διεύθυνση, εδώ την 0x804838c. Η έκφραση main+44 είναι και αυτή μια διεύθυνση (0x80483b8). Δεν έχει σημασία που δεν αποτελεί την αρχή κάποιας εντολής ( είναι το δεύτερο byte της sub $0xc,%esp), αρκεί που ανήκει μέσα στη συνάρτηση main.

[]{#gdb_asm} Η ερώτηση που τίθεται είναι η εξής: που ξέρει ο GDB που αρχίζει και τελειώνει μια συνάρτηση; Και η απάντηση: ο GDB ξέρει μόνο που αρχίζει η συνάρτηση και υποθέτει ότι συνεχίζει η ίδια συνάρτηση μέχρι να βρει κάποιο άλλο σύμβολο που είναι σύμβολο συνάρτησης.

Αν τα σύμβολα στο εκτελέσιμο κατά σειρά αύξουσας διεύθυνσης είναι:

0804838c  main
08048406  alf
0804841c  __do_global_ctors_aux

O GDB θεωρεί πως ό,τι βρίσκεται μεταξύ των διευθύνσεων main και alf ανήκει στη συνάρτηση main, ό,τι βρίσκεται μεταξύ των alf και __do_global_ctors_aux ανήκει στη συνάρτηση alf κτλ. Το γεγονός πως τα όρια της κάθε συνάρτησης (για την ακρίβεια το τέλος) δεν είναι γνωστά, προκαλεί το πρόβλημα που αναφέρθηκε παραπάνω (ο GDB δε μπορεί να βρει σε ποια συνάρτηση ανήκει η διεύθυνση ή κάνει λάθος). Ας δούμε το πρόβλημα στην πράξη:

bash$ strip -s rce1
bash$ gdb rce1
(no debugging symbols found)...
(gdb)

H εντολή strip "απογυμνώνει" ένα object αρχειο από όλα τα σύμβολα που μπορεί. Γράφω "μπορεί", διότι υπάρχουν μερικά που δε έχει νόημα να αφαιρέσει, όπως για παράδειγμα αυτά που αναφέρονται σε εξωτερικές συναρτήσεις και δεδομένα. Ο λόγος είναι ότι στο στάδιο του linking (είτε αυτό είναι dynamic είτε όχι) δε θα μπορέσει να βρει τις διευθύνσεις τους αν δε γνωρίζει το όνομα τους!

(gdb) disas main
No symbol table is loaded.  Use the "file" command.

Το σύμβολο main δε βρέθηκε αλλά εμείς ξέρουμε τη διεύθυνση του.

(gdb) disas 0x804838c
Dump of assembler code for function atoi:
0x80482cc <atoi>:       jmp    *0x804958c
0x80482d2 <atoi+6>:     push   $0x18
0x80482d7 <atoi+11>:    jmp    0x804828c
0x80482dc <atoi+16>:    xor    %ebp,%ebp
0x80482de <atoi+18>:    pop    %esi

Και ιδού... Ο GDB τα "πήρε" :)

Το μόνο σύμβολο που υπάρχει αμέσως πριν τη διεύθυνση της main είναι το atoi οπότε ο debugger θεωρεί πως η διεύθυνση 0x804838c ανήκει στη συνάρτηση atoi(). Το σύμβολο atoi δείχνει σε μια εξωτερική συνάρτηση για αυτό και δεν αφαιρέθηκε. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι χρήσιμη η εναλλακτική μορφή της disassemble στην οποία ορίζουμε τόσο την αρχική όσο και την τελική διεύθυνση για το disassembly :

(gdb) disas 0x804838c 0x80483a0
Dump of assembler code from 0x804838c to 0x80483a0:
0x804838c <atoi+192>:   push   %ebp
0x804838d <atoi+193>:   mov    %esp,%ebp
0x804838f <atoi+195>:   sub    $0x8,%esp
0x8048392 <atoi+198>:   and    $0xfffffff0,%esp
0x8048395 <atoi+201>:   mov    $0x0,%eax
0x804839a <atoi+206>:   sub    %eax,%esp
0x804839c <atoi+208>:   cmpl   $0x1,0x8(%ebp)
End of assembler dump.

Μπορεί ο GDB να πιστεύει πως βρισκόμαστε 192 bytes από την αρχή της atoi αλλά εμείς ξέρουμε πως ουσιαστικά είμαστε στην αρχή της main!

Κλείνοντας αυτό το κομμάτι θα ασχοληθούμε λίγο με τη μορφή του listing. Όσοι έχετε ασχοληθεί με assembly στον x86 η σύνταξη των προηγούμενων listing ίσως σας φανεί λίγο παράξενη. Αυτή ονομάζεται AT&T syntax και ένα βασικό χαρακτηριστικό της είναι ότι στις εντολές της έχει ανάποδα την πηγή και τον προορισμό, σε σχέση με την άλλη μορφή την Intel syntax. Πχ για να μετακινήσουμε το περιεχόμενο του καταχωρητή ebx στον eax :

mov %ebx, %eax  AT&T
mov eax, ebx    Intel

Βέβαια υπάρχουν και άλλες διαφορές αλλά δε θα μας απασχολήσουν εδώ. Επίσης υπάρχουν και παραλλαγές των παραπάνω όπως η σύνταξη που χρησιμοποιεί ο Nasm (Netwide Assembler) η οποία βασίζεται στην Intel αλλά κατά τη γνώμη είναι πιο ξεκάθαρη Παρακάτω θα χρησιμοποιήσουμε τη σύνταξη της Intel διότι είναι γενικά πιο διαδεδομένη για τους επεξεργαστές της. Στον GDB η σύνταξη ορίζεται στην εσωτερική μεταβλητή disassembly-flavor:

(gdb) set disassembly-flavor intel
(gdb) disas main
Dump of assembler code for function main:
0x804838c <main>:       push   ebp
0x804838d <main+1>:     mov    ebp,esp
0x804838f <main+3>:     sub    esp,0x8
0x8048392 <main+6>:     and    esp,0xfffffff0
0x8048395 <main+9>:     mov    eax,0x0
0x804839a <main+14>:    sub    esp,eax
0x804839c <main+16>:    cmp    DWORD PTR [ebp+8],0x1
0x80483a0 <main+20>:    jg     0x80483c1 <main+53>
0x80483a2 <main+22>:    sub    esp,0x8
0x80483a5 <main+25>:    mov    eax,DWORD PTR [ebp+12]
0x80483a8 <main+28>:    push   DWORD PTR [eax]
0x80483aa <main+30>:    push   0x8048464
0x80483af <main+35>:    call   0x80482ac <printf>
0x80483b4 <main+40>:    add    esp,0x10
0x80483b7 <main+43>:    sub    esp,0xc
0x80483ba <main+46>:    push   0x1
0x80483bc <main+48>:    call   0x80482bc <exit>
0x80483c1 <main+53>:    sub    esp,0xc
0x80483c4 <main+56>:    mov    eax,DWORD PTR [ebp+12]
0x80483c7 <main+59>:    add    eax,0x4
0x80483ca <main+62>:    push   DWORD PTR [eax]
0x80483cc <main+64>:    call   0x8048406 <alf>
0x80483d1 <main+69>:    add    esp,0x10
0x80483d4 <main+72>:    mov    DWORD PTR [ebp-4],eax
0x80483d7 <main+75>:    cmp    DWORD PTR [ebp-4],0xa
0x80483db <main+79>:    jle    0x80483ef <main+99>
0x80483dd <main+81>:    sub    esp,0xc
0x80483e0 <main+84>:    push   0x8048478
0x80483e5 <main+89>:    call   0x80482ac <printf>
0x80483ea <main+94>:    add    esp,0x10
0x80483ed <main+97>:    jmp    0x80483ff <main+115>
0x80483ef <main+99>:    sub    esp,0xc
0x80483f2 <main+102>:   push   0x804847d
0x80483f7 <main+107>:   call   0x80482ac <printf>
0x80483fc <main+112>:   add    esp,0x10
0x80483ff <main+115>:   mov    eax,0x1
0x8048404 <main+120>:   leave
0x8048405 <main+121>:   ret
End of assembler dump.
(gdb)

[2.2 Εξετάζοντας τα δεδομένα]

Τα δεδομένα που μας ενδιαφέρουν όταν ασχολούμαστε με low-level debugging μπορούν να βρίσκονται είτε σε κάποιον καταχωρητή είτε στη μνήμη.

Εξετάζοντας καταχωρητές

Ο βασικός τρόπος για να δούμε τα περιεχόμενα των καταχωρητών είναι με την info registers/ i r [reg]. Χωρίς όρισμα εκτυπώνει όλους τους ακέραιους καταχωρητές με τα περιεχόμενα τους σε δεκαεξαδική και δεκαδική μορφή, αλλιώς τυπώνει μόνο αυτόν που ορίσαμε.

(gdb) i r
eax            0x0      0
ecx            0x4      4
edx            0x4014f1ec       1075114476
ebx            0x40153234       1075130932
esp            0xbffff730       0xbffff730
ebp            0xbffff738       0xbffff738
esi            0x40014020       1073823776
edi            0xbffff794       -1073743980
eip            0x804839c        0x804839c
eflags         0x386    902
cs             0x23     35
ss             0x2b     43
ds             0x2b     43
es             0x2b     43
fs             0x0      0
gs             0x0      0
fctrl          0x37f    895
fstat          0x0      0
ftag           0xffff   65535
fiseg          0x0      0
fioff          0x0      0
foseg          0x0      0
fooff          0x0      0
fop            0x0      0
mxcsr          0x1f80   8064
orig_eax       0xffffffff       -1
(gdb) i r edx
edx            0x4014f1ec       1075114476
(gdb)

Υπάρχει και η εντολή info all-registers η οποία τυπώνει όλους τους καταχωρητές ( integer και floating-point και ΜΜΧ και ΧΜΜ για x86).

To πρόβλημα με την εντολή i r είναι πως μας επιτρέπει μόνο να δούμε τις τιμές των καταχωρητών, ενώ αρκετά συχνά θέλουμε να τις αλλάξουμε ή να τις χρησιμοποιήσουμε σε κάποια έκφραση. Στον GDB για κάθε καταχωρήτη υπάρχει μια ψευδο-μεταβλητή της οποία το όνομα αποτελείται από το ' και το όνομα του καταχωρήτη πχ $eax. Ο μηχανισμός αυτός προσφέρει μεγάλη ευελιξία και ευκολία:

(gdb) print $eip
$1 = (void *) 0x804839c
(gdb) set $eip=$eip+1
(gdb) print $eip
$2 = (void *) 0x804839d
(gdb) set $eip--
(gdb) print $eip
$3 = (void *) 0x804839c

Εξετάζοντας τη μνήμη

Η προσπέλαση στη μνήμη γίνεται με την εντολή x. Η πλήρης σύνταξη είναι x/FMT όπου FMT είναι μια ακολουθία τριών στοιχείων <repeat count><size><format>. To πρώτο ορίζει πόσα αντικείμενα να εκτυπωθούν, το δεύτερο δηλώνει τι μέγεθος θα έχει το κάθε αντικείμενο ( b(byte 1), h(halfword 2) , w(word 4) ,g(giant 8) και τέλος το format σε τι μορφή να εκτυπωθούν ( o(octal), x(hex), d(decimal), u(unsigned decimal), t(binary), f(float), a(address), i(instruction), c(char) και s(string). )

Πχ Εκτύπωσε 5 bytes σε οκταδική μορφή αρχίζοντας από τη διεύθυνση main

(gdb) x/5bo main
0x804838c <main>:       0125    0211    0345    0203    0354

Το ίδιο σε hex

(gdb) x/5bx main
0x804838c <main>:       0x55    0x89    0xe5    0x83    0xec

Εκτύπωσε 3 λέξεις (4 bytes η κάθε μία) σε δεκαεξαδική μορφή αρχίζοντας από τη διεύθυνση main

(gdb) x/3wx main
0x804838c <main>:       0x83e58955      0xe48308ec      0x0000b8f0

Εκτύπωσε τις πρώτες δέκα εντολές της main( όχι τις γνωστές δέκα...)

(gdb) x/10i main
0x804838c <main>:       push   %ebp
0x804838d <main+1>:     mov    %esp,%ebp
0x804838f <main+3>:     sub    $0x8,%esp
0x8048392 <main+6>:     and    $0xfffffff0,%esp
0x8048395 <main+9>:     mov    $0x0,%eax
0x804839a <main+14>:    sub    %eax,%esp
0x804839c <main+16>:    cmpl   $0x1,0x8(%ebp)
0x80483a0 <main+20>:    jg     0x80483c1 <main+53>
0x80483a2 <main+22>:    sub    $0x8,%esp
0x80483a5 <main+25>:    mov    0xc(%ebp),%eax

Η τελευταία εντολή έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την εντολή disassemble main main+25.

Συχνά χρειάζεται να εξετάζουμε συνέχεια μια θέση μνήμης και καταντάει κουραστικό να γράφουμε την εντολή x/FMT . Σε τέτοιες περιπτώσεις βολεύει η εντολή display που συντάσεται ακριβώς όπως η x/FMT και μαζί με κάθε gdb prompt μας εμφανίζει τα δεδομένα που της ζητήσαμε. Ένα πολύ χρήσιμο παράδειγμα της display είναι το παρακάτω:

(gdb) display/5i $eip
(gdb) break main
Breakpoint 1 at 0x8048392
(gdb) r
Starting program: /home/alf/projects/magaz/issue1/rce1

Breakpoint 1, 0x08048392 in main ()
2: x/5i $eip
0x8048392 <main+6>:     and    $0xfffffff0,%esp
0x8048395 <main+9>:     mov    $0x0,%eax
0x804839a <main+14>:    sub    %eax,%esp
0x804839c <main+16>:    cmpl   $0x1,0x8(%ebp)
0x80483a0 <main+20>:    jg     0x80483c1 <main+53>
(gdb) ni
0x08048395 in main ()
2: x/5i $eip
0x8048395 <main+9>:     mov    $0x0,%eax
0x804839a <main+14>:    sub    %eax,%esp
0x804839c <main+16>:    cmpl   $0x1,0x8(%ebp)
0x80483a0 <main+20>:    jg     0x80483c1 <main+53>
0x80483a2 <main+22>:    sub    $0x8,%esp

Μετά από κάθε ni (next instruction, δείτε λίγο παρακάτω) εμφανίζονται αυτόματα οι 5 επόμενες εντολές assembly. Για να εξετάσουμε ποια auto-display έχουμε στο σύστημα μας γράφουμε info display ενώ για να ακυρώσουμε μια εντολή display χρησιμοποιούμε την undisplay [#num] ή delete display [#n].

[2.3 Εκτελώντας τον κώδικα]

Είναι ωραίο να βλέπουμε τον κώδικα του προγράμματος μας και τα δεδομένα του αλλά είναι καλύτερο να μπορούμε και να το εκτελούμε! Για το σκοπό αυτό οι εντολές που χρειαζόμαστε είναι οι ni/nexti (next instruction) και si/stepi. Αυτές λειτουργούν αντίστοιχα με τις next και step αλλά σε επίπεδο εντολών assembly και όχι σε επίπεδο γραμμών πηγαίου κώδικα. Οι nexti και stepi εκτελούν την επόμενη εντολή assembly αλλά η nexti δεν ακολουθεί τις κλήσεις συναρτήσεων.

(gdb) display/1i $eip
(gdb) ni
0x080483ca in main ()
2: x/i $eip
0x80483ca <main+62>:       push   DWORD PTR [eax]
(gdb) ni
0x080483cc in main ()
2: x/i $eip
0x80483cc <main+64>:       call   0x8048406 <alf>
(gdb) ni
0x080483d1 in main ()
2: x/i $eip
0x80483d1 <main+69>:       add    esp,0x10
(gdb) ni
0x080483d4 in main ()
2: x/i $eip
0x80483d4 <main+72>:       mov    DWORD PTR [ebp-4],eax
(gdb) ni
0x080483ca in main ()
2: x/i $eip
0x80483ca <main+62>:       push   DWORD PTR [eax]
(gdb) ni
0x080483cc in main ()
2: x/i $eip
0x80483cc <main+64>:       call   0x8048406 <alf>
(gdb) si
0x08048406 in alf ()
2: x/i $eip
0x8048406 <alf>:           push   ebp
(gdb) ni
0x08048407 in alf ()
2: x/i $eip
0x8048407 <alf+1>:         mov    ebp,esp
(gdb) ni
0x08048409 in alf ()
2: x/i $eip
0x8048409 <alf+3>:         sub    esp,0x8
(gdb) ni
0x0804840c in alf ()
2: x/i $eip
0x804840c <alf+6>:         sub    esp,0xc

Breakpoints-Watchpoints

Για τα breakpoints και τα watchpoints ισχύουν όσα είχαν γραφτεί στο προηγούμενο τεύχος. Απλώς λόγω έλλειψης συμβόλων χρησιμοποιείται αρκετά η μορφή που περιέχει απλή διεύθυνση πχ break *0x8045333.

[2.4 Πληροφορίες για το εκτελέσιμο]

Η εντολή info files τυπώνει πληροφορίες για το εκτελέσιμο:

(gdb) info files
Symbols from "/home/alf/projects/magaz/issue1/rce1".
Local exec file:
`/home/alf/projects/magaz/issue1/rce1', file type elf32-i386.
Entry point: 0x8048330
0x080480f4 - 0x08048107 is .interp
0x08048108 - 0x08048128 is .note.ABI-tag
0x08048128 - 0x08048160 is .hash
0x08048160 - 0x080481f0 is .dynsym
0x080481f0 - 0x0804824e is .dynstr
0x0804824e - 0x08048260 is .gnu.version
0x08048260 - 0x08048280 is .gnu.version_r
0x08048280 - 0x08048290 is .rel.dyn
0x08048290 - 0x080482b8 is .rel.plt
0x080482b8 - 0x080482cf is .init
0x080482d0 - 0x08048330 is .plt
0x08048330 - 0x080484ac is .text
0x080484ac - 0x080484c7 is .fini
0x080484c8 - 0x080484f6 is .rodata
0x080494f8 - 0x08049504 is .data
0x08049504 - 0x08049508 is .eh_frame
0x08049508 - 0x080495d0 is .dynamic
0x080495d0 - 0x080495d8 is .ctors
0x080495d8 - 0x080495e0 is .dtors
0x080495e0 - 0x080495e4 is .jcr
0x080495e4 - 0x08049608 is .got
0x08049608 - 0x08049610 is .bss
(gdb)

Καταρχάς δίνεται το path και το είδος του εκτελέσιμου.

Αμέσως μετά δίνεται το entry point, δηλαδή η διεύθυνση της πρώτης εντολής που θα εκτελεστεί όταν αρχίσει το πρόγραμμα. Προσοχή: αυτή συνήθως δεν είναι η διεύθυνση της main αλλά είναι η αρχή του κώδικα που αρχικοποιεί την libc!

Όλα τα υπόλοιπα είναι τα sections του ELF και οι διεύθυνσεις μνήμης που καταλαμβάνουν.

[2.5 Καλώντας συναρτήσεις και ψάχνοντας για σύμβολα]

Εδώ θα αναφερθούμε σε δύο αρκετά χρήσιμες εντολές που μάλλον θα ταίριαζαν περισσότερο στο προηγούμενο άρθρο.

Η πρώτη εντολή είναι η call η οποία χρησιμοποιείται για να καλέσουμε μια οποιαδήποτε συνάρτηση. Η σύνταξη που χρησιμοποιεί εξαρτάται από την τρέχουσα γλώσσα και στη C είναι γνωστή η call func(arg1,arg2,...).

bash$ gdb rce1
(gdb) call alf("123")
evaluation of this expression requires the target program to be active
(gdb) break main
Breakpoint 1 at 0x80483f0: file rce1.c, line 7.
(gdb) r
Starting program: /home/alf/magaz/issue1/rce1

Breakpoint 1, main (argc=1, argv=0xbffff7a4) at rce1.c:7
7           if (argc<2) {
(gdb) call alf("123")
$1 = 123
(gdb) call alf("747")
$2 = 747
(gdb) print $1
$3 = 123
(gdb) print $+1
$4 = 124

Η τιμή που επιστρέφει η συνάρτηση αποθηκεύεται στη μεταβλητή που μας δείχνει ο GDB πχ $1. Η μεταβλητή $ περιέχει την τελευταία τιμή που παράχθηκε.

Η επόμενη εντολή είναι η info functions [name]. Η εντολή αυτή εμφανίζει όλες τις συναρτήσεις που ξέρει ο GDB μαζί με τη διεύθυνση τους (αμέτρητες!). Αν καθορίσουμε κάποιο όνομα θα εμφανιστούν μόνο οι συναρτήσεις που περιέχουν αυτό το όνομα. Αν και γενικά τα πράγματα είναι απλά, υπάρχουν μερικά σκοτεινά σημεία που ίσως σας προβληματίσουν.

Για παράδειγμα έστω ότι έχουμε ένα πρόγραμμα που καλεί την fprintf(). Αφου το φορτώσουμε στο GDB έχουμε:

(gdb) info functions fprintf
All functions matching regular expression "fprintf":

Non-debugging symbols:
0x080482e0  fprintf
(gdb) break main
Breakpoint 1 at 0x80483f0: file rce1.c, line 7.
(gdb) r
Starting program: /home/alf/tst

Breakpoint 1, main (argc=1, argv=0xbffff7a4) at rce1.c:7
7           if (argc<2) {
(gdb) info functions fprintf
All functions matching regular expression "fprintf":

Non-debugging symbols:
0x080482e0  fprintf
0x4006e5c0  _IO_vfprintf
0x4006e5c0  _IO_vfprintf_internal
0x4006e5c0  __GI_vfprintf
0x4006e5c0  vfprintf
0x40072b40  buffered_vfprintf
0x400788f0  _IO_fprintf
0x400788f0  __GI_fprintf
0x400788f0  fprintf
0x4007c8d0  buffered_vfprintf

Αρχικά (πριν εκτελέσουμε το πρόγραμμα) το μόνο σύμβολο fprintf που υπήρχε ήταν στη διεύθυνση 0x080483e0. Η διεύθυνση αυτή ανήκει στο δικό μας πρόγραμμα και επομένως δεν μπορεί να είναι η αρχή της fprintf()! Στην πραγματικότητα είναι ένα jmp προς την κανονική fprintf(). Αφού τρέξουμε το πρόγραμμα, ο GDB συνειδητοποιεί πως φορτώθηκαν βιβλιοθήκες και προσθέτει τα σύμβολα των συναρτήσεων στη λίστα του. Μια από αυτές που φορτώθηκε ήταν η libc έτσι προστέθηκε μεταξύ άλλων το σύμβολο fprintf στη διεύθυνση 0x400788f0 που αποτελεί και τη πραγματική αρχή της συνάρτησης.

bash$ gdb tst
(gdb) break fprintf
Breakpoint 1 at 0x80482e0
(gdb) r
Starting program: /home/alf/tst
Breakpoint 1 at 0x400788f6

Breakpoint 1, 0x400788f6 in fprintf () from /lib/libc.so.6
(gdb)

Παρατηρήστε ότι ενώ το αρχικό breakpoint ήταν στη διεύθυνση 0x80482e0 το break έγινε στη διεύθυνση 0x400788f6. Ο GDB αναγνωρίζει ότι το σύμβολο fprintf στη διεύθυνση 0x80482e0 έχει ειδική σημασία, και όταν φορτωθεί η πραγματική fprintf() ανανεώνει το breakpoint. Περισσότερα για το θέμα στο επόμενο τεύχος όταν εξετάσουμε το ELF.

[3. Άλλα χρήσιμα εργαλεία]

Παρακάτω παρουσιάζονται εν συντομία δύο πολύ χρήσιμα εργαλεία που υπάρχουν σε κάθε σύγχρονο linux σύστημα. Βασίζονται και τα δύο στο ptrace() system call που επιτρέπει τον έλεγχο διεργασιών στο linux.

[3.1 strace]

To strace (system call trace) καταγράφει τα system calls ενός προγράμματος. Από default καταγράφει όλα τα syscalls αλλά υπάρχει η δυνατότητα να προσδιοριστούν μόνο κάποια συγκεκριμένα. Δέχεται πολλές παραμέτρους και ρυθμίσεις αλλά εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με τις πιο βασικές (εξάλλου δεν υπάρχει λόγος να επαναλαμβάνουμε τη manpage!)

Η βασική σύνταξη είναι strace [options] [-o outputfile] [objfile [args]].

Αν δεν καθορίσουμε κάποιο αρχείο για output τα syscalls εμφανίζονται στo stderr.

Χρήσιμες παράμετροι είναι:

-e call1,call2,... ή -e trace=call1,call2,...,callΝ

Καθορίζει ποια syscalls να παρακολουθήσει το πρόγραμμα. Αν πριν από κάποιο όνομα υπάρχει το '!' σημαίνει να μην παρακολουθηθεί το syscall αυτό. H default τιμή είναι -e trace=all.

-p pid

καθορίζει σε ποια διεργασία να "αγκιστρωθεί" το πρόγραμμα ώστε να αρχίσει να παρακολουθεί. Προφανώς στην περίπτωση αυτή είναι περιττό να καθοριστεί το objfile.

-i

Πριν από κάθε syscall εμφανίζεται η τιμή του IP (instruction pointer) τη στιγμή της κλήσης. Η επιλογή αυτή είναι λιγότερο χρήσιμη από ότι φαίνεται, διότι τα syscalls καλούνται μέσα από wrapper συναρτήσεις που βρίσκονται σε βιβλιοθήκες, και έτσι οι διευθύνσεις που θα λαμβάνουμε δεν θα είναι και πολύ χρήσιμες.

πχ

bash$ strace -e trace=write rce1
write(1, "Usage: rce1 <number>\n", 21Usage: rce1 <number>
)  = 21

Το παραπάνω είναι λίγο μπερδεμένο διότι το strace αρχίζει να καταγράφει το syscall write στο stderr(που από default είναι η οθόνη), ύστερα εκτυπώνεται το κείμενο μας και μετά τελειώνει η καταγραφή με την τιμή επιστροφής της write. Αν είχαμε χρησιμοποιήσει το option -ο δε θα υπήρχε πρόβλημα.

bash$ strace -o rce1.trace -e trace=write rce1
Usage: rce1 <number>
bash$ cat rce1.trace
write(1, "Usage: rce1 <number>\n", 21)  = 21

Ας δούμε τώρα το πλήρες trace από το αγαπημένο μας rce1.

bash$ strace -o rce1.trace rce1
Usage: rce1 <number>
bash$ cat -n rce1.trace
1  execve("./rce1", ["rce1"], [/* 51 vars */]) = 0
2  brk(0)                                  = 0x8049598
3  open("/etc/ld.so.preload", O_RDONLY)    = -1 ENOENT (No such file or
directory)
4  open("/etc/ld.so.cache", O_RDONLY)      = 3
5  fstat64(3, {st_mode=S_IFREG|0644, st_size=64466, ...}) = 0
6  old_mmap(NULL, 64466, PROT_READ, MAP_PRIVATE, 3, 0) = 0x40015000
7  close(3)                                = 0
8  open("/lib/libc.so.6", O_RDONLY)        = 3
9  read(3, "\177ELF\1\1\1\0\0\0\0\0\0\0\0\0\3\0\3\0\1\0\0\0p\\\1\000"...,
1024) = 1024
10  fstat64(3, {st_mode=S_IFREG|0755, st_size=1435624, ...}) = 0
11  old_mmap(NULL, 1256740, PROT_READ|PROT_EXEC, MAP_PRIVATE, 3, 0) =
0x40025000
12  mprotect(0x4014f000, 36132, PROT_NONE)  = 0
13  old_mmap(0x4014f000, 20480, PROT_READ|PROT_WRITE,
MAP_PRIVATE|MAP_FIXED, 3, 0x12a000) = 0x4014f000
14  old_mmap(0x40154000, 15652, PROT_READ|PROT_WRITE,
MAP_PRIVATE|MAP_FIXED|MAP_ANONYMOUS, -1, 0) = 0x40154000
15  close(3)                                = 0
16  old_mmap(NULL, 4096, PROT_READ|PROT_WRITE, MAP_PRIVATE|MAP_ANONYMOUS,
-1, 0) = 0x40158000
17  munmap(0x40015000, 64466)               = 0
18  fstat64(1, {st_mode=S_IFCHR|0700, st_rdev=makedev(136, 0), ...}) = 0
19  old_mmap(NULL, 4096, PROT_READ|PROT_WRITE, MAP_PRIVATE|MAP_ANONYMOUS,
-1, 0) = 0x40015000
20  write(1, "Usage: rce1 <number>\n", 21)  = 21
21  munmap(0x40015000, 4096)                = 0
22  semget(1, 4096, IPC_CREAT|0x40150140|0400) = -1 ENOSYS (Function not
implemented)
23  _exit(1)                                = ?

1: Εδώ καλείται η execve() ώστε να εκτελεστεί το πρόγραμμα μας. Η επόμενη γραμμή είναι πιο ενδιαφέρουσα.

2: Η brk() χρησιμοποιείται για να αλλάξει το μέγεθος του data segment. Παίρνει ως παράμετρο το νέο τέλος του data segment και επιστρέφει 0 αν όλα πήγαν καλά και -1 σε περίπτωση λάθους (όλα αυτά σύμφωνα με την man page που έχει ξεμείνει απο το linux 0.9.11). Εδώ η παράμετρος είναι 0 και η τιμή επιστροφής είναι ένας μια διεύθυνση. Μόλις μάθαμε ότι η brk(NULL) επιστρέφει το τρέχον τέλος του data segment :)

Τώρα ο dynamic linker αναλαμβάνει δράση.

3-4: Παρατηρούμε μια προσπάθεια να ανοίξουν δύο αρχεία: το "/etc/ld.so.preload" και το "/etc/ld.so.cache". Το πρώτο περιέχει μια λίστα με το ποιες βιβλιοθήκες να φορτωθούν πριν από οποιαδήποτε βιβλιοθήκη του συγκεκριμένου εκτελέσιμου και στο δικό μου σύστημα δεν υπάρχει (θα ήταν ύποπτο αν υπήρχε...). Το δεύτερο περιέχει μια λίστα με όλες τις βιβλιοθήκες που γνωρίζει ο dynamic linker (δες man ldconfig) και ανοίγει επιτυχώς με file descriptor 3.

5-7: Με την fstat ο linker πληροφορείται για το αρχείο που μόλις άνοιξε. Η πληροφορία που τον ενδιαφέρει πιο πολύ είναι το μέγεθος st_size=64466 (δες man fstat). Ύστερα το αρχείο γίνεται mapped(αντιστοιχείται) στη μνήμη στη διεύθυνση 0x40015000 (δες man mmap) και το αρχείο κλείνει.

8-15: Ο linker βλέπει πως το εκτελέσιμο χρειάζεται τη βιβλιοθήκη libc.so.6. Έχοντας τις πληροφορίες από το προηγούμενο βήμα βρίσκει το path και το ανοίγει. Ύστερα διαβάζει τα πρώτα 1024 bytes που περιέχουν τον ELF(Executable and Linkable Format) header του αρχείου και αφού επιβεβαιώσει ότι όντως πρόκειται για shared βιβλιοθήκη φορτώνει τα διάφορα sections της.

16-17: Γίνονται map ανώνυμα 4Kbytes και ελευθερώνεται(unmapped) ο χώρος που αντιστοιχεί στο "/etc/ld.so.cache".

18-19: Λαμβάνονται πληροφορίες για τον file descriptor 1 (stdout) και γίνονται map ανώνυμα άλλα 4Kbytes

20: Εδώ γράφεται στον fd 1 το κείμενο μας. Εμείς δεν χρησιμοποιήσαμε την write κατευθείαν αλλά η printf τελικά καλεί την write.

21-23: Ελευθερώνεται το block που δεσμεύτηκε στη γραμμή 19, καλείται η semget() η οποία δεν έχει υλοποιηθεί(!) ακόμα στον δικό μου πυρήνα (2.4.20) και το πρόγραμμα τερματίζει.

[3.2 ltrace]

To ltrace είναι αντίστοιχο με το strace αλλά όπως δηλώνει και το όνομα του (library trace) παρακολουθεί κλήσεις συναρτήσεων από βιβλιοθήκες. Πρόκειται για ένα αρκετά χρήσιμο πρόγραμμα που δίνει μια εποπτική εικόνα της ροής του προγράμματος. Βέβαια όπως και το strace μας δίνει απλώς μια ακολουθία από συμβάντα και καθόλου πληροφορίες για τα κομβικά σημεία της διεργασίας (πχ κάποιος έλεγχος).

H σύνταξη είναι : ltrace [options] [-o outputfile] [objfile [args]]

Χρήσιμες παράμετροι είναι:

-e call1,call2,...

Το πρόγραμμα παρακολουθεί μόνο τις call1,call2... Αν πριν από κάποια συνάρτηση υπάρχει '!' τότε να μην παρακολουθηθεί.

-p pid

Καθορίζει σε ποια διεργασία να "αγκιστρωθεί" το πρόγραμμα ώστε να αρχίσει να παρακολουθεί. Προφανώς στην περίπτωση αυτή είναι περιττό να καθοριστεί το objfile.

-i

Πριν από κάθε call εμφανίζεται η τιμή του IP (instruction pointer) τη στιγμή της κλήσης. Σε αντίθεση με την strace η επιλογή είναι πολύ χρήσιμη, διότι οι κλήσεις συναρτήσεων βιβλιοθήκης γίνονται συνήθως κατευθείαν από τον κώδικα που μας ενδιαφέρει και όχι από κάποια μυστική γωνιά κάποιας απέραντης βιβλιοθήκης.

-l libfilename

Καθορίζει τις συναρτήσεις ποιων βιβλιοθηκών να παρακολουθεί η ltrace. Για περισσότερες από μια βιβλιοθήκες πρέπει να επαναληφθεί το '-l' πχ -l lib1 -l lib2 ...

πχ
bash$ ltrace -orce1.ltrace  -i rce1
Usage: rce1 <number>
bash$ cat rce1.ltrace
[080482fd] __libc_start_main(0x0804838c, 1, 0xbffff784, 0x08048274, 0x08048440
<unfinished ...>
[080483b4] printf("Usage: %s <number<\n", "rce1")
= 21
[080483c1] exit(1 <unfinished ...>
[ffffffff] +++ exited (status 1) +++

[4. Υλοποίηση των breakpoints]

Τα breakpoints, όπως είχαμε πει και στο προηγούμενο τεύχος, είναι σημεία στον κώδικα όπου διακόπτεται η εκτέλεση του προγράμματος και ο έλεγχος επιστρέφει στον debugger. Όσον αφορά στον τρόπο υλοποίησης τους μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: τα software και τα hardware.

[4.1 Software Breakpoints]

Είναι το είδος που απαντάται πιο συχνά διότι δεν απαιτεί κάποια υποστήριξη από τον επεξεργαστή. Όταν ορίζουμε ένα software breakpoint σε κάποια διεύθυνση μνήμης τότε ο debugger, αφού αποθηκεύσει την εντολή που βρίσκεται σε εκείνο το σημείο την αντικαθιστά με μια εντολή trap (software interrupt). Ο debugger έχει φροντίσει να αποκτήσει τον έλεγχο του trap αυτού. Επομένως, όταν εκτελεστεί η trap ο έλεγχος επιστρέφει στον debugger, ο οποίος επανατοποθετεί τα bytes της αρχικής εντολής και περιμένει οδηγίες. Αφού προχωρήσουμε στο πρόγραμμα τοποθετείται πάλι η trap, αν πρόκειται για μόνιμο breakpoint. Στους x86 επεξεργαστές ως trap χρησιμοποιείται η "int 3" με opcode 0xCC.

Ας δούμε ένα παράδειγμα:

0x8048429       :       0xff 0x75 0xf0              push   DWORD PTR [ebp-16]
0x804842c       :       0xff 0x75 0xf4              push   DWORD PTR [ebp-12]
0x804842f       :       0xe8 0x8c 0xfe 0xff 0xff    call   0x80482c0
0x8048434       :       0x83 0xc4 0x10              add  esp,0x10

Έστω ότι τοποθετούμε ένα breakpoint στην εντολή call 0x80482c0. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο debugger αντικαθιστά το πρώτο byte της εντολής με "0xcc" αφού βέβαια σώσει κάπου το 0xe8. Οπότε τώρα έχουμε στην πραγματικότητα:

0x804842f       :       0xcc                        int 3
0x8048430       :       0x8c 0xfe 0xff 0xff     ... (σκουπίδια)
0x8048434       :       0x83 0xc4 0x10                  add  esp,0x10

Τα bytes που απέμειναν από την call (0x8c - 0xff) ίσως να σχηματίζουν μια καινούργια εντολή αλλά πάντως όχι μια που είναι επιθυμητή! Μην περιμένετε την παραπάνω εικόνα της μνήμης να τη δείτε ποτέ μέσα από τον debugger με τον οποίο έχετε τοποθετήσει το breakpoint. Αυτό διότι ο ίδιος φροντίζει να μας εμφανίζει το "αυθεντικό" περιεχόμενο της μνήμης όταν του το ζητάμε. Πάντως, παρόλο που δε μπορείτε να τα δείτε εύκολα, τα software breakpoints όντως υπάρχουν! Το παρακάτω πρόγραμμα είναι αρκετό για να πείσει ακόμα και τους πιο "δύσκολους" από εσάς:

#include <stdio.h>

int main(void)
{

    if (*((unsigned char *)main+6)==0xcc)
            printf("Software Breakpoint detected at main()!\n");
    else
            printf("No software breakpoint at main()!\n");

    return 0;
}


bash$ gcc -o bp_test bp_test.c
bash$ ./bp_test
No software breakpoint at main()!
bash$ gdb bp_test
(gdb) r
Starting program: /home/alf/projects/magaz/issue1/bp_test
No software breakpoint at main()!

Program exited with code 01.
(gdb) break main
Breakpoint 1 at 0x804832e
(gdb) r
Starting program: /home/alf/projects/magaz/issue1/bp_test

Breakpoint 1, 0x0804832e in main ()
(gdb) c
Continuing.
Software Breakpoint detected at main()!

Program exited with code 01.

Ο λόγος που ο έλεγχος γίνεται στο 7 byte της main() (main+6) και όχι στο πρώτο (main), είναι ότι ο GDB τοποθετεί τα breakpoints μετά από τον πρόλογο της συνάρτησης[1].

1: 05_rce2-5.html#c_call

[4.2 Hardware Breakpoints]

Τα hardware breakpoints βασίζονται στο υλικό και για αυτό ο ακριβής τρόπος υλοποίησης διαφέρει ανάλογα με τον επεξεργαστή. Στην αρχιτεκτονική x86 (386+) μέσα στον επεξεργαστή υπάρχουν 4 debug registers DR0-DR3. Σε κάθε έναν από αυτούς μπορεί να ανατεθεί ο έλεγχος μιας θέσης μνήμης, ώστε να προκαλεί ένα interrupt όταν η διεύθυνση μνήμης που τον αφορά διαβαστεί, γραφτεί, διαβαστεί ή γραφτεί ή εκτελεστεί ως μέρος της τρέχουσας εντολής (R, W, RW, X). Στα τρία πρώτα modes έχουμε λειτουργία watchpoint και πρόκειται για τον μόνο πρακτικό τρόπο υλοποίησης τους. Με software, το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να ελέγχουμε κάθε εντολή για προσπελ��σεις στη μνήμη, διαδικασία εξαιρετικά χρονοβόρα. Εκμεταλλευόμενοι το hardware, κάθε προσπέλαση στη μνήμη συγκρίνεται σιωπηλά με τα περιεχόμενα των DR's και αν υπάρξει κάποιο ταίριασμα επεμβαίνει ο debugger. Οι έλεγχοι γίνονται παράλληλα με την υπόλοιπη λειτουργία του επεξεργαστή και για αυτό δεν υπάρχει καμία καθυστέρηση.

Για να χρησιμοποιήσουμε hardware breakpoints στον GDB αντί για την εντολή break χρησιμοποιούμε την hbreak. H σύνταξη είναι ακριβώς όμοια με την break.

[4.3 Hints and Tips - Home-made Traps]

Συχνά χρειάζεται να σταματήσουμε ένα κομμάτι κώδικα πριν εκτελεστεί αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε με τη break του GDB διότι πχ ο κώδικας βρίσκεται σε μια shared βιβλιοθήκη που δεν έχει φορτωθεί ακόμα. Ένας τρόπος να πετύχουμε το σκοπό μας είναι να τοποθετήσουμε μια εντολή trap (0xCC για x86) στο σημείο που θέλουμε, αφού γράψουμε κάπου πιο byte ήταν πριν εκεί. Αυτό βέβαια θα πρέπει να γίνει στο αρχείο με έναν hex editor. Όταν τρέξει ο επιθυμητός κώδικας θα δούμε κάτι σαν το παρακάτω:

Program received signal SIGTRAP, Trace/breakpoint trap.
0x0804835d in function ()
(gdb) print $eip$1 = (void *) 0x804835d
(gdb) set *(--(char *)($eip))=0x55
(gdb) r
...

Αυτό που κάνουμε είναι ουσιαστικά ότι ακριβώς κάνει ο debugger όταν βρει ένα breakpoint που έχουμε τοποθετήσει με την break.Η εντολή

set *(--(char *)($eip))=0x55

Πιo καθαρά θα μπορούσε να γραφτεί:

(gdb) set $eip=$eip-1
(gdb) set *(char *)$eip=0x55 ή (gdb) set {char}$eip=0x55

Χρειάζεται να μειώσουμε τον eip, διότι όταν προκληθεί το trap ο έλεγχος επιστρέφει στον GDB με τον eip να δείχνει στην αμέσως επόμενη εντολή. Επομένως, πηγαίνουμε μια θέση πίσω στη μνήμη και γράφουμε το αυθεντικό byte (εδώ το 0x55, push ebp). Προσοχή στο casting σε (char *). Είναι απαραίτητο γιατί αλλιώς ο GDB νομίζει (από default) πως θέλουμε να γράψουμε τον ακέραιο 0x55 (0x00000055) και έτσι θα γράψει 4 bytes αντί 1 που θέλουμε εμείς!

[5. Χρήσιμες έως πολύ χρήσιμες πληροφορίες]

[5.1 The C calling convention]

Στο κομμάτι αυτό θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο γίνεται το πέρασμα των παραμέτρων στις συναρτήσεις αλλά και πως υλοποιούνται οι τοπικές μεταβλητές. Ύστατος σκοπός είναι η εξοικείωση με τον υλοποίηση των συναρτήσεων σε χαμηλό επίπεδο ώστε η μελέτη των assembly listings να είναι γρήγορη και οδηγεί σε ξεκάθαρα συμπεράσματα.

Υπάρχουν βέβαια διάφορες επιλογές αλλά εδώ θα δούμε την πιο κοινή, η οποία χρησιμοποιείται στα προγράμματα της C (και όχι μόνο). Η κλήση μιας συνάρτησης έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά του ελέγχου σε κάποιο αυθαίρετο κομμάτι κώδικα. Τα μεγάλα ερωτήματα που τίθενται είναι τα εξής:

Μια πρώτη προσέγγιση θα ήταν να παίρνει τα δεδομένα του (παραμέτρους και τοπικές μεταβλητές) από συγκεκριμένες απόλυτες διευθύνσεις μνήμης. Όλα ωραία και καλά μέχρι να χρειαστεί να υλοποιήσουμε αναδρομικές συναρτήσεις (συναρτήσεις που καλούν τον εαυτό τους). Για παράδειγμα η f η οποία εκτυπώνει τους αριθμούς από το 1 μέχρι το x:

void f(int x)
{
if (x>1)
f(x-1);
printf("%d ",x);
}

και έστω πως η συνάρτηση περιμένει την παράμετρο x στη διεύθυνση 100 (τι πρωτότυπους αριθμούς που χρησιμοποιώ!)

Αν έχουμε την κλήση f(2) εμείς περιμένουμε το αποτέλεσμα "1 2". Ας δούμε πιο αναλυτικά τι όντως θα συμβεί: Όταν κληθεί για πρώτη φορά η f όλα είναι όπως πρέπει, η διεύθυνση 100 περιέχει το αρχικό x (το 2). Το 2 είναι μεγαλύτερο από το 1 οπότε καλείται η f(x-1) δηλαδή η f(1). H διεύθυνση 100 περιέχει τώρα τον αριθμό 1. Το τρέχον x δεν είναι μεγαλύτερο του 1 οπότε απλώς εκτελείται η printf και εκτυπώνεται το "1". Η συνάρτηση f(1) επιστρέφει και εκτελείται η printf η οποία εκτυπώνει ... πάλι "1". Η προηγούμενη τιμή του x (το 2) έχει χαθεί :(

Η μαγική λέξη για την αποφυγή τέτοιων προβλημάτων είναι ο σωρός (stack). Κάθε πρόγραμμα διατηρεί το δικό του σωρό, ο οποίος αρχίζει από υψηλές διευθύνσεις και μεγαλώνει προς της χαμηλές. Η σύμβαση της C για την κλήση συναρτήσεων λέει πως οι παράμετροι "σπρώχνονται" στο σωρό από τα δεξιά προς τα αριστερά. Επίσης η συνάρτηση που έκανε την κλήση είναι υπεύθυνη για να καθαρίσει τον σωρό (να τον φέρει στην αρχική κατάσταση). Για παράδειγμα η κλήση της συνάρτησης f(x,y,z) μεταφράζεται σε:

push z
push y
push x
call f       -------> f: ...
...
ret
add esp,12     (4bytes * 3 παραμέτρους)

[IMG]

Οι τοπικές μεταβλητές αποθηκεύονται και αυτές στο σωρό σε χώρο που δεσμεύεται μετά τη διεύθυνση επιστροφής της συνάρτησης. Αυτό γίνεται απλά με την μείωση του stack pointer esp (δείκτη στην "κορυφή" του σωρού) κατά τόσες θέσεις όσες τα bytes που χρειαζόμαστε για τις τοπικές μεταβλητές.

[IMG]

Για να προσπελάσουμε κάποιο δεδομένο χρησιμοποιούμε τον esp και τη σχετική απόσταση του από αυτόν. Για παράδειγμα η τελευταία τοπική μεταβλητή (σε σχέση με τη σειρά που τις έχουμε δηλώσει στον κώδικα) βρίσκεται στη διεύθυνση esp+0.Το πρόβλημα με το παραπάνω σχέδιο είναι ότι κανείς δεν εγγυάται πως ο esp δεν θα αλλάξει τιμή κατά τη διάρκεια της συνάρτησης. Για παράδειγμα αν εκτελεστεί μία εντολή push eax, η τελευταία τοπική μεταβλητή είναι πια στη θέση esp+4 και όχι esp+0. Έτσι ο compiler πρέπει να φροντίσει να ακολουθεί τις αλλαγές και να παράγει σωστά offsets για τις τοπικές μεταβλητές.

[IMG]

Μια πιο βολική προσέγγιση χρησιμοποιεί την έννοια του "πλαισίου". Με κάθε κλήση συνάρτησης δημιουργείται στο σωρό ένα "πλαίσιο" (frame) που περιέχει τα δεδομένα της συγκεκριμένης κλήσης (παραμέτρους, τοπικές μεταβλητές και διεύθυνση επιστροφής) και επίσης τη διεύθυνση του πλαισίου της προηγούμενης συνάρτησης (αυτή που κάλεσε την τρέχουσα). Μέσα σε κάθε πλαίσιο ο τρόπος πρόσβασης στα τοπικά δεδομένα είναι ανεξάρτητος από τις αλλαγές του δείκτη του σωρού. Η δημιουργία του πλαισίου απαιτεί 4 μικρές αλλαγές σε σχέση με τη προηγούμενη προσέγγιση:

Σχηματικά:

[IMG]

Τώρα σε κάθε συνάρτηση ο κώδικας για την προσπέλαση των τοπικών δεδομένων είναι ο ίδιος. Αν υποθέσουμε πως έχουμε επεξεργαστή και λειτουργικό 32-bit (πχ linux :) ) τότε η πρώτη παράμετρος της συνάρτησης βρίσκεται στη θέση ebp+8, η δεύτερη στην ebp+12 κτλ Ομοίως η πρώτη τοπική μεταβλητή βρίσκεται στη θέση ebp-4, η δεύτερη στη θέση ebp-8.Αυτό ισχύει ακόμα και όταν οι παράμετροι και οι τοπικές μεταβλητές είναι πιο μικροί από 4 bytes (πχ char). O compiler προτιμά να σπαταλήσει λίγη μνήμη για λόγους ομοιογένειας στον παραγόμενο κώδικα αλλά κυρίως για λόγους απόδοσης, αφού με αυτόν τον τρόπο όλα τα δεδομένα είναι ευθυγραμμισμένα (aligned) σε όρια των 4bytes (ανοίξτε κάποιο βιβλίο αρχιτεκτονικής υπολογιστών για να μάθετε γιατί...). Βέβαια, υπάρχουν και προφανείς εξαιρέσεις όταν για παράδειγμα έχουμε "δεδομένα" μεγαλύτερα των 4 bytes όπως structs.

Οι περισσότεροι compilers δίνουν επιλογή πιο από τους δύο τρόπους να χρησιμοποιήσουν. Ο gcc χρησιμοποιεί πλαίσια ως default επιλογή και με το flag "-fomit-frame-pointer" προσπαθεί να το αποφύγει όπου γίνεται. Από το info:

-fomit-frame-pointer
Don't keep the frame pointer in a register for functions that
don't need one. This avoids the instructions to save, set up and
restore frame pointers; it also makes an extra register available
in many functions.  *It also makes debugging impossible on some
machines.*

Mια συνάρτηση που χρησιμοποιεί frames τυπικά αρχίζει με την ακολουθία: []{#c_call}

push ebp
mov ebp,esp         ; Function prologue
sub esp, M

και τελειώνει:

mov esp, ebp
pop ebp             ; Function epilogue
ret

ή

leave
ret

[5.2 System Calls]

Τα σύγχρονα λειτουργικά συστήματα που σέβονται τον εαυτό τους, φροντίζουν να ξεχωρίζουν το "χώρο" του πυρήνα (kernel space) από το "χώρο" τον χρηστών (user space). Αυτό γίνεται ώστε να μη μπορεί οποιοσδήποτε τυχαίος χρήστης να πειράξει τον πυρήνα(ή να εκτελεί κώδικα του πυρήνα αυθαίρετα) και να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του συστήματος. Ο χωρισμός αυτός υλοποιείται με τη χρήση μηχανισμών που προσφέρει ο εκάστοτε επεξεργαστής (πχ paging, segmentation).

Βέβαια, με κάποιο τρόπο πρέπει οι εφαρμογές να επικοινωνούν με τον πυρήνα για διάφορες εργασίες (πχ Ι/Ο). Η λύσεις είναι τα λεγόμενα call gates (όχι colgates, αυτά είναι οδοντόκρεμες...) και τα software interrupts. Και τα δύο έχουν ως σκοπό να ορίσουν διακριτά σημεία εισόδου στον πυρήνα. Μπορείτε να τα σκεφτείτε ως "gateways" για το τοπικό δίκτυο του πυρήνα.

Στο linux χρησιμοποιούνται τα call gates για εκτελέσιμα που έρχονται από άλλα λειτουργικά πχ solaris και το software interrupt 0x80 για native εφαρμογές. Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθούμε μόνο με την δεύτερη τεχνική (για την πρώτη θα έπρεπε πρώτα να αναφερθεί όλος ο μηχανισμός των descriptors στους x86). Το interrupt 0x80 όταν κληθεί μεταφέρει τον έλεγχο στον πυρήνα, μαζί με πληροφορίες για την εργασία που πρέπει να εκτελέσει.

Κατά την κλήση ενός syscall (για την αρχιτεκτονική x86) στον eax υπάρχει ο αριθμός του syscall και στους ebx, ecx, edx, esi, edi, ebp(πυρήνες 2.4 και πάνω) οι μέχρι έξι παράμετροι που δέχεται το συγκεκριμένο syscall. Έτσι μια τυπική κλήση είναι:

mov ebx, 0
mov eax, 1  ; syscall 1: exit
int 0x80

Φυσικά, επειδή το να γράφουμε τέτοιο κώδικα κάθε φορά που θέλουμε κάτι από τον πυρήνα δεν είναι και πολύ ευχάριστο, η libc έχει φροντίσει να δημιουργήσει τις αντίστοιχες wrapper συναρτήσεις. Έτσι αντί για το παραπάνω εμείς αρκεί να γράφουμε exit(0).

[6. Hands-on Παράδειγμα]

Έστω ότι μια μέρα πέφτει στα χέρια σας το παρακάτω εκτελέσιμο : rce2.bz2 (1.7k)

Όλο χαρά το εκτελείτε:

bash$ rce2
Say the password: sesame
What???
bash$ rce2
Say the password: kuku
What???

Ποιο να είναι άραγε το μυστικό password;

Ας ετοιμαστούμε λοιπόν για αντιμετωπίσουμε ατελείωτα listing με εκατομμύρια γραμμές ακατανόητου κώδικα! Η ας δοκιμάσουμε κάτι πιο απλό:

bash$ strings rce2
...

Η strings τυπώνει όλες τις εκτυπώσιμες ASCII ακολουθίες που υπάρχουν στο εκτελέσιμο και έχουν μήκος πάνω από 4 χαρακτήρες (default).

Μέσα στη λίστα με τα strings θα παρατηρήσετε κάποιο πιο ενδιαφέρον από τα υπόλοιπα :) Σπάνια βέβαια συμβαίνει να υπάρχουν plain-text κωδικοί μέσα στο εκτελέσιμο αλλά δε χάνουμε τίποτα να δοκιμάσουμε!

Για εκπαιδευτικούς σκοπούς, θεωρήστε ότι η προηγούμενη διαδικασία δε απέδωσε καρπούς. Ας δούμε τι μπορούμε να μάθουμε για τη ροή του προγράμματος.

bash$ ltrace -i -o rce2.ltr rce2
Say the password: sesame
What???
bash$ cat rce2.ltr
[080483b5] __libc_start_main(0x0804851c, 1, 0xbffff784, 0x0804830c, 0x08048594
<unfinished ...>
[080484d5] printf("%s: ", "Say the password")                               =
18
[080484e1] fflush(0x40150340)                                               = 0
[080484f5] fgets("sesame\n", 20, 0x401501e0)                                =
0xbffff700
[0804849c] isspace(10, 0x40153234, 0xbffff700, 0xbffff784, 0xbffff6e8)      =
8192
[0804849c] isspace(101, 0x40153234, 0xbffff700, 0xbffff784, 0xbffff6e8)     = 0
[08048557] puts("What???")                                                  = 8
[ffffffff] +++ exited (status 0) +++

Μόλις αποκτήσαμε δύο σπουδαίες πληροφορίες.

Κοιτάξτε καλά τη __libc_start_main().

Συνεχίστε να την κοιτάζετε.

H __libc_start_main(), εκτός των άλλων, φροντίζει να κληθεί και το δικό μας κυρίως πρόγραμμα.

Κοιτάξτε λίγο ακόμα...

H __libc_start_main() πρέπει να γνωρίζει που βρίσκεται ο δικός μας κώδικας. Επομένως...

Για να σας βγάλω από την αγωνία, σας λέω πως η πρώτη παράμετρος της __libc_start_main() πρόκειται για τη διεύθυνση της main (0x0804851c)!

Αυτή η πρώτη πληροφορία οδηγεί στη δεύτερη. Παρατηρήστε ότι όλες οι διευθύνσεις μετά την __libc_start_main() και μέχρι πριν την puts() είναι μικρότερες από την αρχή της main(). Άρα είναι ασφαλές να υποθέσουμε πως δεν ανήκουν σε αυτή αλλά σε κάποια άλλη συνάρτηση.

Το τρίτο πράγμα που μάθαμε, είναι ότι στη διεύθυνση 0x08048557 έχει ήδη αποφασιστεί αν το password μας είναι σωστό ή όχι.

Ας χρησιμοποιήσουμε το βαρύ πυροβολικό...

bash$ gdb rce2
(no debugging symbols found)...(gdb) break main
Function "main" not defined.
(gdb)

Ουπς. Το εκτελέσιμο δεν περιέχει σύμβολα αλλά εμείς ξέρουμε τη διεύθυνση της main()!

(gdb) break *0x804851c
Breakpoint 1 at 0x804851c
(gdb) r
Starting program: /home/alf/projects/magaz/issue1/rce2
(no debugging symbols found)...
Breakpoint 1, 0x0804851c in printf ()
(gdb) x/30i $eip
0x804851c <printf+408>: push   ebp
0x804851d <printf+409>: mov    ebp,esp
0x804851f <printf+411>: push   edi
0x8048520 <printf+412>: push   esi
0x8048521 <printf+413>: sub    esp,0x20
0x8048524 <printf+416>: and    esp,0xfffffff0
0x8048527 <printf+419>: push   esi
0x8048528 <printf+420>: push   0x13
0x804852a <printf+422>: lea    esi,[ebp-40]
0x804852d <printf+425>: push   esi
0x804852e <printf+426>: push   0x80485bd
0x8048533 <printf+431>: call   0x80484bc <printf+312>
0x8048538 <printf+436>: mov    edi,0x80485ce
0x804853d <printf+441>: mov    ecx,0xb
0x8048542 <printf+446>: cld
0x8048543 <printf+447>: add    esp,0x10
0x8048546 <printf+450>: repz cmps ds:[esi],es:[edi]
0x8048548 <printf+452>: jne    0x8048564 <printf+480>
0x804854a <printf+454>: sub    esp,0xc
0x804854d <printf+457>: push   0x80485d9
0x8048552 <printf+462>: call   0x8048354 <puts>
0x8048557 <printf+467>: add    esp,0x10
0x804855a <printf+470>: lea    esp,[ebp-8]
0x804855d <printf+473>: pop    esi
0x804855e <printf+474>: xor    eax,eax
0x8048560 <printf+476>: pop    edi
0x8048561 <printf+477>: leave
0x8048562 <printf+478>: ret
0x8048563 <printf+479>: nop
0x8048564 <printf+480>: sub    esp,0xc

O GDB νομίζει πως βρισκόμαστε 408 bytes από την αρχή της printf για τους γνωστούς λόγους[2]. Πριν αρχίσουμε σαν παλαβοί να κάνουμε single step ας δούμε τι μπορούμε να συνάγουμε από το listing.

2: 05_rce2-2.html#gdb_asm

push   ebp
mov    ebp,esp
push   edi
push   esi

Καταρχάς η main είναι frame-based[3] κάτι που φαίνεται από το γνώριμο πρόλογο. Επίσης σώζονται στο σωρό οι καταχωρητές esi και edi ώστε να μπορούν να ανακτηθούν οι τιμές τους πριν το τέλος της συνάρτησης. Το γιατί γίνεται αυτό πρόκειται για μια εσωτερική υπόθεση του compiler (o gcc διατηρεί τους ebx, esi και edi κατά τις κλήσεις διότι τους χρησιμοποιεί για δικά του θέματα (πχ προσωρινή αποθήκευση τιμών).

3: 05_rce2-5.html#c_call

sub    esp,0x20
and    esp,0xfffffff0

Μετά δεσμεύεται χώρος στο σωρό για 0x20 bytes και επίσης ο esp μειώνεται(πιθανότατα) και άλλο ώστε να έρθει σε όριo των 16 bytes. Η όλη διαδικασία είναι αποτέλεσμα του optimization και δεν είναι απαραίτητο πως το πρόγραμμα θα χρησιμοποιήσει όλη τη μνήμη που δεσμεύτηκε τελικά.

push   esi <--- ??
push   0x13
lea    esi,[ebp-40]
push   esi
push   0x80485bd
call   0x80484bc <printf+312>
...
add    esp,0x10

Ακολουθεί ένα μυστηριώδες "push esi" και ύστερα μια κλασική κλήση συνάρτησης. Η συνάρτηση δέχεται τρεις παραμέτρους: func_0x804845c( 0x80485bd, 0x13, ebp-40). H τελευταία παράμετρος είναι η διεύθυνση μιας τοπικής μεταβλητής, αφού έχει αρνητικό offset από τον ebp. Το αναμενόμενο "add esp, X" (διόρθωση του σωρού) βρίσκεται λίγες γραμμές πιο κάτω. Ο λόγος που δε βρίσκεται αμέσως μετά την call, είναι ότι ο gcc αποφάσισε να αλλάξει τη σειρά των εντολών για λόγους optimization (έχει να κάνει με τα pipelines του pentium). Όλα εντάξει;

Ελπίζω να μην απαντήσατε "ναι"! Κάτι δεν πάει καλά σε όσα έχω πει ως τώρα: γιατί δέχτηκα με τόση σιγουριά πως η συνάρτηση δέχεται τρεις παραμέτρους, ενώ όχι μόνο γίνονται τέσσερα push πριν από αυτή αλλά κυρίως, ο σωρός διορθώνεται κατά 0x10 = 4*4 bytes (4 bytes για κάθε παράμετρο). Λοιπόν, εκτός από το γεγονός ότι εγώ έγραψα το πρόγραμμα και το ξέρω :), υπάρχει ένας επιπλέον λόγος. Όταν γίνεται το πρώτο "push esi", ο esi δεν έχει αρχικοποιηθεί μέσα στη main() και έτσι έχει μια άγνωστη τιμή. Γιατί να περάσουμε σε μια συνάρτηση μια παράμετρο με άγνωστη τιμή;

Η απάντηση για ακόμα μια φορά είναι το optimization (περιττό να σας πω ότι το πρόγραμμα έγινε compile με -Ο2). Ο compiler θέλει να κρατάει τον esp σε διευθύνσεις πολλαπλάσιες των 16 bytes! Το κόστος προσπέλασης σε μη aligned διευθύνσεις είναι τόσο σημαντικό, ώστε ο gcc εισάγει dummy εντολές για να το αποφύγει!

mov    edi,0x80485ce
mov    ecx,0xb
cld
...
repz cmps ds:[esi],es:[edi]
jne    0x8048564 <printf+480> 

Εδώ στον edi φορτώνεται μια διεύθυνση μνήμης και στον edi η τιμή 11. Μετά "καθαρίζεται" το direction flag. Ακολουθεί η εντολή "repz cmps ds:[esi],es:[edi]", η οποία με λίγα λόγια λέει: όσο τα bytes που βρίσκονται στις διευθύνσεις που δείχνουν esi και edi είναι ίσα και ο ecx δεν είναι 0 αύξησε (αν το direction flag είναι 0/clear) τους esi και edi κατά ένα byte και έλεγξε ξανά (η μαγεία των CISC επεξεργαστων...). Ουσιαστικά κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά με μια κλήση strncmp(esi,edi,ecx), ελέγχει αν τα πρώτα #ecx bytes δύο string που αρχίζουν στις διευθύνσεις esi και edi είναι ίσα.

Ωραία, ξέρουμε την τιμή του edi αλλά ο esi τη τιμή έχει; Λίγο πιο πάνω υπάρχει η "lea esi,[ebp-40]" και επειδή ξέρουμε ότι ο gcc φροντίζει να μην αλλάζει ο esi από συναρτήσεις, είμαστε σίγουροι ότι έχει ακόμα την ίδια τιμή.

Για να συνοψίσουμε, το πρόγραμμα καλεί μια συνάρτηση της οποίας μια παράμετρος είναι η διεύθυνση μιας τοπικής μεταβλητής (ebp-40) και μετά συγκρίνει τα bytes που βρίσκονται εκεί με κάποια άλλα που βρίσκονται σε μια σταθερή θέση. Δε ξέρω τι λέτε εσείς αλλά εμένα μου φαίνεται πως εδώ γίνεται ο έλεγχος του password!

Η επόμενη εντολή είναι η jne (jump if not equal/zero). Αν η σύγκριση είναι επιτυχής τότε το zero flag έχει ενεργοποιηθεί από το προηγούμενο βήμα και έτσι δεν ακολουθούμε το άλμα. Αν το password είναι λάθος το ZF=0 και το άλμα γίνεται.

Για να δούμε ποίο είναι το password:

(gdb) break *0x8048546
Breakpoint 2 at 0x8048546
(gdb) c
Continuing.
Say the password: sesame

Breakpoint 2, 0x08048546 in printf ()
(gdb) x/5i $eip
0x8048546 <printf+450>: repz cmps ds:[esi],es:[edi]
0x8048548 <printf+452>: jne    0x8048564 <printf+480>
0x804854a <printf+454>: sub    esp,0xc
0x804854d <printf+457>: push   0x80485d9
0x8048552 <printf+462>: call   0x8048354 <puts>
(gdb) x/s $esi
0xbffff720:      "sesame"
(gdb) x/s $edi
0x80485ce <_IO_stdin_used+26>:   .......... xe xe!

Η παραπάνω τεχνική, όπου βρίσκουμε ένα σωστό password/serial εντοπίζοντας το σημείο που γίνεται η σύγκριση με αυτό που έχουμε εισάγει εμείς, λέγεται password/serial fishing

Εντάξει, μάθαμε το password, γιατί όμως να σταματήσουμε εδώ; Γιατί να μην πειράξουμε το πρόγραμμα ώστε να δέχεται ως σωστό κάθε password; Για να το πετύχουμε, αρκεί να μην ακολουθούμε ποτέ το άλμα. Ξέρουμε ότι η jne (σε αυτή τη μορφή) καταλαμβάνει στη μνήμη 2 bytes, διότι η επόμενη εντολή αρχίζει δύο bytes πιο μετά.

(gdb) x/2b 0x8048548
0x8048548 <printf+452>: 0x75    0x1a

Το 0x75 είναι το opcode της εντολής ενώ το 0x1a η (προσημασμένη) απόσταση του άλματος. Αν γίνει το άλμα ο έλεγχος θα μεταφερθεί 0x1a bytes από το τέλος της εντολής(αρχή της επόμενης), εδώ 0x804854a + 0x1a = 0x8048564.

Για να πετύχουμε το σκοπό μας, αρκεί να αντικαταστήσουμε τα δύο αυτά bytes με nop (no operation, opcode 0x90). Φυσικά δεν έχει νόημα να το κάνουμε αυτό μόνο στη μνήμη αλλά στο image του εκτελέσιμου που βρίσκεται στο αρχείο. Το πρόβλημα είναι να εντοπίσουμε σε ποιο σημείο του αρχείου βρίσκεται ο κώδικας που θέλουμε να πειράξουμε. Ο ELF header έχει όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε αλλά αφού δεν έχουμε αναφερθεί ακόμα σε αυτόν θα κάνουμε κάτι άλλο: θα ψάξουμε το αρχείο για να βρούμε την αρχική ακολουθία από bytes. Υπάρχει περίπτωση η ίδια ακολουθία να υπάρχει σε πολλά σημεία και πρέπει να είμαστε σίγουροι πως πειράζουμε το σωστό. Για αυτό χρειαζόμαστε αρκετά bytes γύρω από την εντολή (το context).

(gdb) x/10b 0x8048548-5
0x8048543 <printf+447>: 0x83    0xc4    0x10    0xf3    0xa6    0x75
0x1a    0x83
0x804854b <printf+455>: 0xec    0x0c

Αν ψάξετε για αυτά τα bytes στο αρχείο(με έναν hexeditor πχ του mc) θα τα βρείτε μόνο μια φορά και το offset του 0x75 0x1a είναι 0x548. Αντικαταστήστε τα δύο αυτά bytes με 0x90 0x90.

bash$ ./rce2
Say the password: qrwrwr
Hooray!
bash$ ./rce2
Say the password: sdfeg4453
Hooray!

Συγχαρητήρια, μόλις "σπάσατε" το πρόγραμμα!

[7. Πρόκληση]

[7.1 Προηγούμενη πρόκληση - Λύση και Hall Of Fame]

Στην προηγούμενη πρόκληση ο σκοπός ήταν να βρείτε ποιος κωδικός αντιστοιχεί στο όνομα σας. Το μεγάλο πρόβλημα που είχα ήταν ότι για να υπάρξει source listing πρέπει εκ��ός από το compilation με το -g να είναι διαθέσιμο και το αντίστοιχο source αρχείο. Θα μπορούσα απλώς να σας το δώσω και να σας προτρέψω να μην το κοιτάξετε. Κάτι μου λέει όμως ότι πολλοί δε θα μπορούσαν να αντισταθούν στο πειρασμό ;) Για αυτό το λόγο το κυρίως αρχείο είναι απλώς ένα container που περιέχει τόσο το εκτελέσιμο challenge όσο και τον κώδικα του (στοιχειωδώς κρυπτογραφημένο με xor). Κατά την εκτέλεση τα κάνει dump σε δύο κρυφά αρχεία(".ch0src" και ".alfch0") στον τρέχοντα κατάλογο και τρέχει το ".alfch0" ή τον gdb. Τα αρχεία αυτά διαγράφονται μόλις τελειώσει το πρόγραμμα.

Το challenge αυτό καθεαυτό είναι σχετικά απλό, για αυτό και άλλαξα τον πηγαίο κώδικα ώστε να έχει ανούσια ονόματα μεταβλητών και συναρτήσεων. Αρχικά προτρέπει τον χρήστη για το όνομα και τον κωδικό (συνάρτηση "f"), και μετά παράγει δύο αριθμούς, έναν για το όνομα(συνάρτηση "f1") και έναν για τον κωδικό(συνάρτηση "f45"). Aν οι δύο αριθμοί συμπίπτουν και το μήκος το ονόματος και του κωδικού είναι μη μηδενικά τότε όλα ΟΚ!

Η συνάρτηση f1 περιέχει μια πιθανώς one-way hash function (σημ: δεν έχει αποδειχτεί ότι τέτοιες συναρτήσεις υπάρχουν) ενώ η f45 είναι σαφώς αντιστρέψιμη(υπολογιστικά πάντα). Αν και η f45 ήταν δύσκολα αντιστρέψιμη, τότε η πρόκληση θα ήταν πρακτικά άλυτη. Για όσους αρέσκονται στoυς τύπους:

Ν=f1(name)

P=f45(pass)

Εμείς γνωρίζουμε τo name, την f1(), την f45() και μπορούμε να υπολογίσουμε το Ν. Το πρόβλημα είναι να βρούμε το pass ώστε το P να είναι ίσο με το N.

Η f45() είναι:

long int f45(char *s,int l)
{
unsigned long int h;

h=strtoul(s,NULL,16);
if (h!=0) {
h^=0x55555555;
if (h&1)
h^=0x00badbad;
else
h^=0x00dabdab;
}
return h;
}

Η αντιστρεψιμότητα(υπολογιστική) της f45() βασίζεται στο γεγονός ότι η xor είναι συμμετρική και εδώ έχουμε μόνο xor. Επίσης με το if(h&1) {...} υπάρχει κίνδυνος να κάνουμε την f45() μη αντιστρέψιμη(μαθηματικά) αλλά οι τιμές είναι επιλεγμένες ώστε να μη συμβαίνει αυτό. Βέβαια η μαθηματική μη αντιστρεψιμότητα δεν είναι πρόβλημα, απλώς θα υπήρχαν περισσότεροι από ένας σωστοί κωδικοί για κάθε όνομα.

Επομένως η f_45() (αντίστροφη):

unsigned long f_45(unsigned long h)
{
unsigned long r;

r=h;

if (r!=0) {
r^=0x55555555;
if (r&1)
r^=0x00badbad;
else
r^=0x00dabdab;
}

return r;
}

Hall Of Fame

Συγχαρητήρια στους:

1. Λαμπής Μιχαήλ

2. Γιώργος Πρέκας

3. Αρχισυντάκτης (...με ανάγκασε να τον συμπεριλάβω στο hall of fame!)

Για τις δωρεάν συνδρομές ενοχλείστε τον αρχισυντάκτη :)

Ο κώδικας του προηγούμενου challenge: magaz-ch0-src.tar.bz2 (15k)

[7.2 Πρόκληση #1]

Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα. Το εκτελέσιμο δεν περιέχει debugging πληροφορίες. Σκοπός είναι το σύστημα να σας πει ότι το authentication έγινε με επιτυχία. Καλή εξερεύνηση...

Το εκτελέσιμο: challenge1.bz2 (6.3k)

Όσοι επιθυμούν ας μου στείλουν ένα mail εξηγώντας συνοπτικά πως λειτουργεί το πρόγραμμα και τα δεδομένα-απαντήσεις. Αν κάποιος έχει όρεξη ας φτιάξει και έναν key generator! Ως συνήθως όσοι τα καταφέρουν θα μπουν στο επόμενο Hall Of Fame!

Στείλτε σχόλια, διορθώσεις, προσθήκες στο alf82 at freemail dot gr.

Αρχική Σελίδα